ξεγυμνωμένος

ξεγυμνωμένος
η, ρ
1) см. ξεγύμνωτος; 2) обобранный, ограбленный, опустошённый (о стране и т. п.); 3) перен. обнажённый (о пороках, недостатках и т. п.);

§ σπαθί ξεγυμνωμένο — решительный, энергичный человек


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ξεγυμνωμένος" в других словарях:

  • ξεγυμνώνω — (Μ ξεγυμνώνω και ἐξεγυμνώνω και ξηγυμνώνω) 1. αφαιρώ όλα τα ενδύματα κάποιου, γδύνω τελείως κάποιον 2. καταληστεύω («ξεγύμνωσαν το σπίτι οι κλέφτες») 3. (σχετικά με ξίφος) βγάζω από τη θήκη νεοελλ. 1. μτφ. αποκαλύπτω τα μυστικά, τις αδυναμίες ή… …   Dictionary of Greek

  • ξεγυμνώνομαι — ξεγυμνώνομαι, ξεγυμνώθηκα, ξεγυμνωμένος βλ. πίν. 4 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξεγυμνώνω — ξεγύμνωσα, ξεγυμνώθηκα, ξεγυμνωμένος 1. απογυμνώνω, γδύνω κάποιον: Πύρινες λόγχες σπαθίζουν τ άπειρο ξεγυμνωμένες (Δάφνης). 2. μτφ., ληστεύω: Μας ξεγύμνωσαν οι λωποδύτες. 3. μτφ., αποκαλύπτω, ξεσκεπάζω τις κακές πράξεις κάποιου: Τον ξεγύμνωσαν… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»